ἔγωγε
Смотреть что такое "ἔγωγε" в других словарях:
ἐγώγε — nom/voc 1st sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγωγε — ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'γωγε — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἄγωγε — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔγωγ' — ἔγωγε , ἐγώ I at least masc/fem nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰώγα — ἐγώγε nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰώνγα — ἐγώγε nom/voc 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγώ — Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
ἐγώγ' — ἐγώγα , ἐγώγε nom/voc 1st sg (doric) ἐγώγε , ἐγώγε nom/voc 1st sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)